μπουγαδιάζω

μπουγαδιάζω
[μπουγάδα]
πλένω ρούχα, κάνω μπουγάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπουγαδιάζω — κάνω μπουγάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλισιβιάζω — περιχύνω, πλένω τα ρούχα τής μπουγάδας με αλισίβα, μπουγαδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισίβα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλισίβιασμα] …   Dictionary of Greek

  • αμπουγάδιαστος — –η, ο (για ρούχα) [μπουγαδιάζω] 1. αυτός που δεν μπουγαδιάστηκε, δεν περιχύθηκε με αλισίβα 2. άπλυτος …   Dictionary of Greek

  • μπουγάδιασμα — το [μπουγαδιάζω] το πλύσιμο ρούχων, η μπουγάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”